Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το βαρέλι τρέχει 3) (

  • 1 течь

    I течь Ι 1) (катиться) ρέω, κυλώ 2) (протекать) ρέω, τρέχω; στάζω (о крыше и т. л.)· бочка течёт το βαρέλι τρέχει 3) (о времени) περνώ, κυλώ II течь II ж το άνοιγμα, το ρήγμα
    * * *
    I
    1) ( катиться) ρέω, κυλώ
    2) ( протекать) ρέω, τρέχω; στάζω (о крыше и т. п.)

    бо́чка течёт — το βαρέλι τρέχει

    3) ( о времени) περνώ, κυλώ
    II ж
    το άνοιγμα, το ρήγμα

    Русско-греческий словарь > течь

  • 2 подтекать

    ρ.δ.
    1. βλ. подтечь (1 σημ.).
    2. ρέω, τρέχω λίγο•

    бочка -ает το βαρέλι τρέχει λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > подтекать

  • 3 течь

    течёт, текут, παρλθ. χρ. тёк, текла, -ло, μτχ. ενστ. текущий, επιρ. μτχ. δεν έχει
    ρ.δ.
    1. ρέω• τρέχω• πηγαίνω•

    река течт το ποτάμι ρέει•

    слёзы текут δάκρυα πηγαίνουν•

    кровь течт αίμα πηγαίνει (τρέχε ι).

    || πέφτω, χύνομαι (για κόκκους, λεπτά τεμάχια).
    2. στάζω, αδειάζω•

    бочка течт το βαρέλι τρέχει.

    3. μτφ. κινούμαι μαζικά•

    на улице -ла толпа στο δρόμο ξεχύνονταν το πλήθος.

    || διαδέχομαι•

    рассуждение -ло за рассуждением η μια σκέψη διαδέχονταν την άλλη.

    5. μτφ. περνώ, διαβαίνω, διαρρέω•

    время течт быстро ο καιρός περνά γρήγορα.

    θ.
    1. εισροή, ροή, τρέξιμο.
    2. οπή ροής.

    Большой русско-греческий словарь > течь

См. также в других словарях:

  • φουλαριστός — ή, ό επίρρ. ά 1. πλήρης, γεμάτος, κατάμεστος, φουλ: Το βαρέλι ήταν φουλαριστό με κρασί. 2. αυτός που πηγαίνει πολύ γρήγορα, που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα: Πέρασε ένα αυτοκίνητο φουλαριστό για Θεσσαλονίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»